νωχελικός

νωχελικός
-ή, -ό [νωχελής]
1. αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος, νωχελής
2. αυτός που γίνεται με νωχέλεια («νωχελικές κινήσεις»).
επίρρ...
νωχελικώς και -ά
με νωχέλεια, οκνηρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νωχελικός — ή, ό αδιάφορος, νωθρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανίδρωτος — η, ο (Α ἀνίδρωτος, ον) αυτός που δεν γυμνάστηκε μέχρι να ιδρώσει, αγύμναστος, νωθρός, νωχελικός νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ιδρώτα, που δεν ιδρώνει 2. μτφ. αυτός που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, άκοπος (για αρρώστια) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • σχολαίος — αία, ον, Α αυτός που κάνει κάτι με βραδύτητα ή αυτός που γίνεται με αργό ρυθμό, νωχελικός. επίρρ... σχολαίως Α με οκνηρία, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία» + κατάλ. αῖος (πρβλ. σπουδ αῖος)] …   Dictionary of Greek

  • λαπάς — ο (λ. τουρκ.) 1. ρύζι το οποίο έγινε σαν χυλός από το πολύ βράσιμο: Ο λαπάς κάνει καλό στο στομαχόπονο. 2. μτφ., άνθρωπος νωθρός, νωχελικός: Παντρεύτηκε έναν άντρα λαπά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαχμουρλής — μαχμουρλής, ο θηλ. ού και ίδισσα ουδ. ίδικο και μαχμούρης, α, ικο (λ. τουρκ.) 1. αυτός που μόλις ξύπνησε και δεν έχει όρεξη για τίποτα. 2. μτφ., νωχελικός, τεμπέλης, βαριεστημένος: Δε στεριώνει σε δουλειά γιατί είναι μαχμουρλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”